κνούτο

κνούτο
το
(λ. ρωσ.), μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες που κατέληγαν σε μεταλλικά σφαιρίδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κνούτο — το 1. μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες που απολήγουν σε μεταλλικά σφαιρίδια με το οποίο μαστίγωναν στη Ρωσία, από τον 16ο ώς τα μέσα τού 19ου αιώνα, εγκληματίες ή κατηγορουμένους για πολιτικά αδικήματα 2. η μαστίγωση με κνούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”